Δευτέρα 17 Φεβρουαρίου 2014

Η τελευταία των Γεροντιανών ...



   Γεννήθηκα στον Γέροντα της Μικράς Ασίας εκείνο το φαρμακερό καλοκαίρι του εικοσιδυό.
   Το πρώτο μου κλάμα βουβάθηκε ανάμεσα στ’ αποκαΐδια της φοβερής πυρκαγιάς, σ’ ένα ολοκαύτωμα που συνέθλιψε χώρες και λαούς και βεβαιότητες αιώνων.
  Βύζαξα το πικρό γάλα  της αγωνίας, του στεναγμού, του ξεριζωμού, της ορφάνιας.
  Πορεύτηκα ασθμαίνοντας, με μια ζωή ανάλγητη να με κυνηγάει αμείλικτα σε κάθε βήμα, σα να ‘χα μέγα κρίμα.
  Περπάτησα ανυπόδητη απάνω στ’ αγκάθια του κατατρεγμού, της στέρησης, της απαξίωσης, κουβαλώντας στο μέτωπό μου το άλικο σημάδι της προσφυγιάς.
  Έζησα πολέμους, κατοχές, πείνα, καταφρόνια, ταλαιπωρία, ταπείνωση.
  Έκλαψα γοερά πάνω απ’ το νεκροκρέβατο για το μονάκριβο αγγελούδι μου, ώσπου στερέψανε των ματιών μου οι βρύσες.    
  Στάθηκα όμως ορθή κόντρα στης μοίρας τις αντιξοότητες, άντεξα όπως ο βράχος στο κύμα, στητή κι αγέρωχη μ’ αυτή τη Μικρασιάτικη αποκοτιά, νουνεχής και διαυγής στο νου και στην ψυχή μέχρι τα εννενηνταδυό μου, αφού πρώτα αξιώθηκα να βηματίσω στη γενέθλια γη για ένα προσκύνημα στις ρίζες μου.
 Σας αφήνω γεια λοιπόν, φτερουγίζοντας για ν’ απαντήσω αγαπημένες μου μορφές, που κατέλειπαν τις του βίου τρυφές με ψυχές καθαρές και αρρύπωτα χείλη. -