Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2014

Ο Παπαγιώργης που έφυγε πετώντας ...

    Είκοσι χρόνια πέρασαν, σαν χτες, όταν δώσαμε τον ύστατο χαιρετισμό στο σεβαστό Πατέρα μας μαζί με ένα ζεστό φιλί στο παγωμένο του μέτωπο.
   Κι όμως η σκιά του αδιάκοπα πλανιέται γύρω μας, η ευλογία κι οι ευχές του μας συντροφεύουν στις χαρές και τις λύπες μας.
  Καλλιεργούσε τη γη και  με την ίδια επιμονή και λαχτάρα και τις ψυχές των ανθρώπων. 
 Ευλογούσε το μούστο στο πολύμι, το γιοματάρι στο βαρέλι, το ανάμα στην Αγία Τράπεζα με την ίδια σοβαρότητα και προσήλωση στην ιερουργία και τη λαϊκή παράδοση. 
 Υπηρετούσε την αγάπη και τη φιλανθρωπία με αυτοθυσία και σεμνότητα, με γαλήνιο και καθαρό βλέμμα, όπως όταν αντιμετώπιζε τη βουή του θανάτου στα χιονισμένα βουνά της Αλβανίας, 
την εξορία της Μακρονήσου και τη θέα των πολυβόλων του Ιταλικού αποσπάσματος που απέφυγε την τελευταία στιγμή (παραθέτω τη λίστα των 18 τυχερών συντρόφων του, όπως την έγραψε ο ίδιος με τα χέρια του λίγους μήνες πριν μας φύγει για πάντα).  
  Στη μνήμη του παραθέτω αυτούσια την επιφυλλίδα που του αφιέρωσε η ξαδέλφη μου η Έλσα σε τοπική εφημερίδα λίγες μέρες μετά το φευγιό του.-  

Τη σπουδαιότητα του κάθε ανθρώπου, τη μαρτυράει η βαθιά πίκρα της απουσίας του, που όσο περνάει ο καιρός, τόσο και βαθαίνει. Πέρασαν τρεις βδομάδες από το θάνατο του Παπα-Γιώργη και στο μνημόσυνό του στον Αντώνιο Μαραθοκάμπου αισθάνθηκα στη φυγή του την απώλεια ενός αυθεντικού ανθρώπου, ταγμένου στη δύσκολη συνέπεια της Ιεροσύνης. Στους ξεχωριστούς ανθρώπους συνέπεια σ' αυτό που τάχθηκαν, καθορίζει τη μορφή και την έκφρασή τους. Ο Παπα-Γιώργης ήταν απ' αυτούς. Μορφή γαλήνια, σαγηνευτική, με την αύρα μιας ακλόνητης πεποίθησης στις αξίες της ζωής. Ασκητικός στη διαβίωσή του δεν έπαυε να είναι ανοιχτός και στις απλές χαρές της επίγειας ζωής, χωρίς να απογειώνεται ποτέ από τη στερεότητα του πρέπει, και του καθήκοντος. Μού 'χει μείνει μια εικόνα του στη μέση του αμπελιού του κάποιον Αύγουστο στα Σακκουλαίικα. Τα λευκά του γένια αντανακλούσαν στο φως και το χέρι του προβάλλοντας απ' το φαρδομάνικο του ράσου του κρατούσε ένα χοντρόρωγο τσαμπί, και το ανασήκωνε στον ήλιο. Ήταν μια εικόνα που την μπέρδεψα με την ιεροτελεστία της Θείας Λειτουργίας. Αντίκρισα την ίδια έκφραση δέους σ' εκείνο το άκακο βλέμμα, μ' εκείνη που έπαιρνε όταν ύψωνε το δισκοπότηρο στην ωραία πύλη. 

     Τον Παπαγιώργη θάνατος τον ζύγωσε πολλές φορές. Η πρώτη φορά ήταν στ' Αλβανικά βουνά. Σ' ένα ταμπούρι δυο από τους συμπολεμιστές του σκοτώθηκαν δίπλα του. Εκείνος γλίτωσε με μια τεράστια καύτρα στη χλαίνη του. Με τη σκισμένη χλαίνη και το υστερόγραφο του χάρου στη ράχη του, κατέβηκε από τα Αλβανικά βουνά για να ενσωματωθεί στις στρατιές των αντιστασιακών στα Σαμιώτικα βουνά. Εκεί σε κάποιο αμπρί ένας όλμος σκόρπισε το θάνατο στους συντρόφους του, μόλις ένα λεπτό μετά την έξοδο του Παπαγιώργη από το αμπρί για ανίχνευση. Ο θάνατος, του έκανε τόπο να περάσει άλλη μια φορά ακόμα, όταν με δεκατρείς άλλους πατριώτες στήθηκε στον τοίχο από τους κατακτητές. Σώθηκαν από θαύμα ιστορικής συγκυρίας. Ύστερα ήρθανε οι δύσκολοι καιροί της πικρής ειρήνης. Εξορία και ταπεινώσεις στη Μακρόνησο. Άντεξε όμως. Είχε την πίστη των στρατευμένων στα ιδανικά ενός όμορφου κόσμου, και τη βαθιά θρησκευτική πεποίθηση στην αγάπη και τη δικαιοσύνη Θεού και ανθρώπου. 
    Η πατροπαράδοτη οικογενειακή παράδοση, τον ήθελε ιερέα. Ο πατέρας, ο παππούς, κι ο προπάππους του, ήταν από εκείνους τους παλιούς ασκητικούς παπάδες, τους πολυφαμελίτες που με το ένα χέρι κρατούσαν την τσάπα και με τ' άλλο το ευαγγέλιο. Η τελευταία φορά που είδα "φορεμένο" τον Παπαγιώργη ήταν το τελευταίο Πάσχα. Εξαϋλωμένος μέσα στα πορφυρά άμφια της Ανάστασης έψαλε το τελευταίο του "Χριστός Ανέστη" με το πάθος και τη συγκίνηση του διορατικού γέροντα που βλέπει το ουράνιο σινιάλο σαν τρεμόπαιγμα στη φλόγα του "δεύτε λάβετε φως"...
   Κι μεις πήραμε εκείνο το τελευταίο άγιο φως, από το αγνό μελισσοκέρι του σαν ευλογία και σαν παρακαταθήκη διδαχής. Ο Παπαγιώργης είχε κάνει κανόνα ζωής την αγάπη και τον σεβασμό για τον άνθρωπο. Ακακος, συμπονετικός, ελεήμων, καρτερικός, ξεπερνούσε τους δικούς του πόνους, και παρηγορούσε τις δυστυχίες των άλλων με μια έμφυτη αγαθότητα και κατανόηση. Αγαπήθηκε, γιατί ακτινοβολούσε μια πνευματική ευφορία, μια καλοκάγαθη χαρά, ένα ευγενικό κέφι. Κι αγαπούσε τα παιδιά. Αγαπούσε τις ιστορίες και τα παραμύθια. Το τελευταίο παραμύθι έμεινε ατέλειωτο κάτω από την κληματαριά. Σ' αυτό το τελευταίο παραμύθι το παλικάρι. "τσούρισε το φτερό" και η στρίγκλα έγινε καπνός...
    Μια γερόντισσα με το τσεμπέρι τραβηγμένο ως τα κλαμένα της μάτια, μου ταίριαζε τις χάρες του στο μνημόσυνο. Κι όταν μου πε πως μια αγνή ψυχή είχε δει τον Παπαγιώργη να μην πατά στη γη σε κάποια Λειτουργία του, και τον είδε λέει να σηκώνεται ψηλά στον αέρα πάνω από το σκαλοπάτι της Ωραίας Πύλης, κι όταν του το 'πε, εκείνος της απαγόρεψε να το διαδίδει γιατί ήταν λέει της φαντασίας της. Τότε και η δική μου φαντασία τον έφερε μπροστά μου μέσα στα πασχαλιάτικα άμφια, να ανεβαίνει και να πετά προς το θόλο του Αγίου Αντωνίου σε μια σιωπηλή ανάληψη. Και το όραμα της απλοϊκής γυναίκας μου φάνηκε οικείο μέσα στον συμβολισμό του, και πανανθρώπινο στο μήνυμα του. Και το κράτησα αυτό το μήνυμα σαν φυλαχτό, σαν το πιο τρυφερό παραμύθι, που θα μένει αθάνατο, όσο θα υπάρχουν άνθρωποι με φτερούγες αρετής στις πλάτες. Σαν τον Παπαγιώργη που έφυγε πετώντας, που έφυγε σεβαστός, αγαπημένος, πλήρης...
                                                                              ΕΛΣΑ ΧΙΟΥ