Βάφτισαν τη φυλακή τους – ζωή
την μοναξιά τους περισυλλογή
και τη διακονία τους απόδραση …
Έβαψαν γκρίζα τα όρια του παραμυθιού
και τ’ άφησαν εκεί να πλανιούνται
κουρτίνες στα παράθυρα του ονείρου …
Ικέτεψαν την κατανόηση της σιωπής
δίψασαν την αναγκαιότητα της κραυγής
ζητιάνεψαν τον οίκτο του Σίσυφου …
Κι όμως ακόμα βρίσκονται κεί,
σκιές καρφιτσωμένες στο πριν,
στρογγυλεμένα βότσαλα
σε μιαν έρημη ακρογιαλιά
έρμαιο στη διάθεση των κυμάτων
δυο σταγόνες βροχής ..
σε ταξίδι αέναο προς
στη φαντασία τους ανταμώνουν
σε νησί που δε φύτρωσε ακόμα
απ’ την έκρηξη ενός ηφαιστείου …
σε μάχη απέλπιδα
παλεύουν με πείσμα
μπερδεύοντας στ’ αλήθεια
την γλύκα με τον πόνο
τη λογική με την παραίσθηση.