Στα χέρια μου έπεσε τελευταία το βιβλίο του Τέου
Ρόμβου με τις περιπέτειες του Σαμιώτη Αρχιπειρατή ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΝΕΓΡΟΥ του διαβόητου
κουρσάρου. Σε μια ταραγμένη εποχή για το Αιγαίο στα μέσα του 19ου
αιώνα όπου στην ουσία δεν υπήρχαν σύνορα αλλά και ούτε συντεταγμένες μορφές
εξουσίας,
Η κίνηση ανθρώπων και εμπορευμάτων ήταν μια
απρόβλεπτη περιπέτεια, άλλα νησιά ελεύθερα, άλλα υπό Οθωμανικό έλεγχο, τα
μικρασιατικά παράλια απροστάτευτα, η Σάμος Ηγεμονία υποχείριο στα τσιράκια του Στ. Βογορίδη (1833-1850) μετά το διώξιμο
των Καρμανιόλων επαναστατών του
Αγώνα.-
Εκεί
και τότε λοιπόν έδρασε ο “πειράτις” Γεώργιος Νέγρος για πάνω από μια δεκαετία
(1840-1851) με τα παλικάρια του αλωνίζοντας τα πέλαγα κουρσεύοντας τα άτυχα
πλεούμενα κουμαντάροντας κάθε λογιών σκαριά (σκούνες, φελούκες, τσερνίκια, σακολέβες
και τρεχαντήρια), αλλάζοντας συνέχεια ρότα από καρτέρι σε καρτέρι, από νησί σε
νησί κι από αβάλη σε αβάλη,
Θεωρώντας με τον τρόπο του
ότι απέδιδε ο ίδιος δίκιο για τις αδικίες των κάθε είδους ισχυρών σ’ αυτή τη
ζωή που ασκούσαν ανάλγητα την πολιτική, οικονομική θρησκευτική εξουσία τους,
Κυνηγημένος σαν το σκυλί σ’
ένα μακάβριο παιχνίδι ζωής και θανάτου ανάμεσα στα ξερονήσια, τους ορμίσκους
και τα μπουγάζια από λεφούσια κάθε μεγέθους, είδους, και εθνικότητας πλοίων.
Αχ γυναίκες, που να αλειφτώ λάδι και να
τρυπώσω, να έμπω μέσα σας. Ήμαι ο Γεώργιος Νέγρος, κλέπτης ήμουν πάντα, και
πειρατής,
και κάποιαν ημέρα θα σκεπαστώ από τα νερά που μ' εγεννήσαν και θα πνιγώ, για
να γεννηθώ ξανά εις τον αβλέμονα βυθό και να ξενερίσω πάλε, ώσπου να χαθώ και ξαν' από
την αρχή. Εβγήκαμεν
και πάλε εις τα πέλαγα, πλεύομε προς τα μέρη της Ανατολής δια να πειρατεύσομε, ολούθε
δυναστεύει η θαλασσίλα, νερό και αλάτι, εις την αρμύρα ζούνε τα γοργόνια, τα αναρίφνητα πλάσματα
της άγιας θάλασσας, οπού 'ναι έμορφα και αλλόκοτα. Ο νους του αθρώπου ταξιδεύει
ως η θάλασσα και εις τες ζάρες και τον κυματισμό της γεννά πρόσωπα κι αθρώ-πους χαμένους
και αποθαμένους οπού ξεπηδούν μες από τους ρούφουλες και τες
δίνες και απλώνουν χέρια να πιαστούν, να κρατηθούν.
Ήναι αληθές ότι
εμείς οι πειρατές είμεθα χλιμμένοι, γιατί έχομε οπίσω μας κρίματα και ζούμε
κυνηγημένοι σαν τα άγρια θερία. Γυρεύουμε γδικιωμό για τες αδικίες του ντουνιά
και περιφρονούμε
όλα κείνα οπού έχει για σωστά ο όξω κόζμος. Η ζωή μας ήναι ζωή λεύτερη και είμεθα
όλοι ίσοι αναμεταξύ μας. Και όλο τον καιρό τον απερνούμε κάτω απ' τον ΐέσκεττο
ουρανό, αντάμα
εις τες φουρτούνες και εις τες μπονάτσες, ωσάν τα οψάρια εις τη θάλασσα
και ταξιδεύομε ολονένα έως οπού να φτάσομε εις τα πέρατα και εις το τέρμα. Ομού με τα παλληκάρια μου κάμνομε ληστείες και πειρατείες πολλές εις τες θάλασσες του Αρχιπελάγου ως
και εις τα παράλια της Μικρασίας.
Και έχω αρχή μου κάθε βολά οπού κάμνομε
έφοδο και τελειωμένου του πραχτέου να αλλάζω το σκαρί δια να μη δίνω σημάδι και έρχονται το κατόπι τα
αυτοκρατορικά πλοία.
Κατ’ εκείνους τους χρόνους εις Σάμον είχαμε
έριδες τα δυο κόμματα, των Καρμανιόλων οπού εγύρευαν την Ένωση με την Ελλάδα
και των προσκυνησμένων Καλικάντζαρων οπού ενυχτοπερπατούσαν δια τον φόβον της
φανέρωσης των. Οι Σαμιώτες έκαμαν επανάσταση και οι Καρμανιόλοι εξεσή-κωναν το
λαό να πολεμήσει τον Τούρκο, μπροστάρης ήτον ο Λυκούργος Λογοθέτης, Παπλωματάς το
αληθές του όνομα, ομού με τον καπτάν Κωσταντή Λαχανά, τον καπτάν Σταμάτη Γεωργιάδη, τον παπα-Κύριλλο
και άλλους, όλοι των Καρμανιόλοι και μέλη της μυστικής «Φιλανθρωπικής Εταιρείας»
και οι
καπεταναίοι εκείνοι εξελευτέρωσαν την Νήσο. Απέρασαν αυτά, ελούφαξαν οι
νυχτοκόρακες Καλικάντζαροι αλλά δεν εσυχάσαμεν. Τρεις φορές έστειλε ο Σουλτάνος το
στόλο τον αυτοκρατορικό με τα λεφούσια του ανάντια εις τη Σάμο, οπού έκαμναν γιουρούσια,
πλην οι Σάμιοι επολέμησαν με παλληκαροσύνη και έτζι αποκρούστη ο εχτρός.
Και εδιαβάζαμε εις
τες γαζέτες της Σμύρνης τα τόσα παχιά λόγια οπού έλεγον οι Φράγκοι και οι
κόνσολοι των, ότι τάχα η Φράντσια κι η Ινγκλατέρα έγεναν το ένα δια να βοηθήσουν τους Σάμιους εις
Ανατολήν, ενώ εκείνοι έλαβον απόφαση εις τα Λονδίνα να μην έμπει η Σάμος εις το
νέο ελληνικό κράτος, τα ενθυμούμαι όλα καλώς αγκαλά ήμουνε παιδαρέλι. Και το θέρος του
έτους 1834 όλοι οι παναστάτες Καρμανιόλοι, τριάμισι τόσες χιλιάδες οικογένειες
εμβαρκαρίστηκαν εις τα πλοία δια να γλυτώσουν τες κεφαλές των αφήνοντας το άπαν ξοπίσω εις τες χείρες των
Καλικαντζαραίων πλιατσικολόγων, τα οσπήτια,
το βιός των και τον τόπο των και υπήγαν εις α Ελληνικά μέρη, εις Χαλκίδα και αλλαχού.Και επιβλήθηκε στανικώς
από τες μεγάλες Δυνάμεις εις τη Νήσο το
ηγεμονικό καθεστώς.
Ηγεμόνας είχε διοριστεί από το Σουλτανάτο ο Στέφανος Βογορίδης,
χριστιανός σκύλος, άθρωπος της Μεγάλης Πόρτας και εδιοικούσε όλους τους χρόνους από
την Κωσταντινόπολην. Ετούτος αποδείχτη περσότερο Τούρκος και από τους
οθωμανούς αγάδες. Δεν επάτησε το ποδάρι του εις τη Νήσο -μίαν φορά ήρχε όλο κι όλο, εις
τα 1839, οπού κι' έμεινε
διολίγον και εσύναζε μόνον τα δοσίματα υποτέλειας. Τη Σάμον την ελογάριαζε πάντοτες ως τσιφλίκι του και ερούφαε
μόνον τα καλούδια της. Αχόρταγος και τζαναμπέτης και ατός του και το καθεστώς οπού έστησε, εκυβέρνα με την βίαν και
έκαμνε μοναχά το άδικο. Άθρωποι του Ηγεμόνα και της Διοίκησης εδιορίστηκαν όλοι οι ξεπουλημένοι εις τους Τούρκους Καλικαντζαραίοι, άξιοι δούλοι του αφέντη των.
Και η υποταγή ετελειωθηκε με τα όπλα
των Τούρκων και τη βοήθεια των Καλικαντζαραίων, οπού όλα εμαγειρεύοντο πια
αναμεταξύ των και ουδείς ετόλμα να
ομιλήσει.Το καθεστώς τρομοκρατεί τον λαόν εις Σάμον,
συλλαμβάνουν
εις τα καλά του καθουμένου και ξυλίζουν δημοσίως και δια ψύλλου πήδημα τον
κοζμάκην, φυλακώνουν και ξεφυλακώνουν. Οι φαγάδες της Διοίκησης, οι κοτζιαπάσηδες,
όλους τους χρόνους ερούφηξαν το αίμας του κόζμου, κι όλο μαζεύουν χαράτζια εις το όνομα
κάποιου άφαντου Ηγεμόνα.
Εμάς λέγουν
ληστοπειράτες, ενώ οι αληθινοί ληστές ήναι οι έμποροι, οι τοκιστές, οι χρυσοχοί, οι κιβδηλοποιοί. Πλην εμείς, οι αληθινοί άρχοντες της θάλασσας,
επιβάλλομε τα δοσίματα εις τα διερχόμενα πλοία των και εις τον πλούτο
και τα αγαθά οπού κουβαλούνε. Εμείς οπού σήμερον ζούμε και αύριο δεν ηξεύρουμε
αν θα υπάρχομε, δε λογαριάζομε τα
κέρδη μήτε και τες ζημίες. Ο κουρσάρης
ληστεύει από ανάγκη, δε θέλει να συνάξει τον πλούτο. Ελόγου μου, πλούτη από τον κούρσο δεν έκαμα. Μάρτυς
μου η άγια θάλασσα. Η αδικία έχει
αργάσει το πετζί μου, και ήναι η αδικία οπού με έκαμε παναστάτη, δια τούτο
επήρα τα όπλα, δια να την πάψω και
έλαβα απόφαση να υπάγω εις το κουρσός και έγινα πειράτης οπού ανάπτυξα δράσην μεγάλη και επειράτευσα
πολλά πλοία εις το Αρχιπέλαγο. Οι
πλείστοι κλέπτες, μπαντίδοι, χαραμήδες
και πλιατσικολόγοι ήναι πρόβατα δε λέγω, ημπορεί να αγριεύονται, να βγάνουν το λάζο εύκολα, να
κάμνουν δια το τίποτις ακόμη και φόνο
πλην εις βάθος αθρωπάκια ήναι.