Μέρες Νοέμβρη ύστερα από τόοοσααααα Χρόνια !!!
Και χάθηκε το νόημα κι η ψυχή του αγώνα στις στροφές του χρόνου,
στις καπηλείες και τις ίντριγκες …
Και οι μνήμες καταλήξανε παρελάσεις επίδειξης ισχύος
κομματικών στρατών …
Και κάποιοι που εξαργύρωσαν την όποια συμμετοχή τους με καρέκλες,
ταμπέλες και οφύκια …
Και τα φαντάσματα που βρυκολάκιασαν και βγήκαν στα σοκάκια που
λέει κι ο Σαββόπουλος …
Κι έφτασαν ν’ αμφισβητούν ακόμα και το αίμα των θυμάτων του
73, ποιοί οι επίγονοι του Γκαίμπελς …
Αντί για γαρύφαλλο λίγους στίχους του Ανέστη Ευαγγέλου αφιερώνω στο 17χρονο παλικάρι
που έφυγε χτυπημένο άνανδρα από σφαίρες τη νύχτα της μεγάλης σφαγής 17 Νοέμβρη
του 73 στο Πολυτεχνείο …
Διομήδης Κομνηνός
Στερημένος την
αγιότητα ενσαρκωμένη, απτή,
εγκάθειρκτος της
λογικής, αρνιόμουν να πιστέψω
επίμονα, πως τα
οστά μοσχοβολούν και λάμπουν
των αγίων. Ώσμε
προχτές που κίνησα κι εγώ
να προσκυνήσω το
πουκάμισό σου ματωμένο
κι από τα βόλια
τρυπημένο των φονιάδων.
Καθώς πλησίαζα
βουρκωμένος, τρέμοντας απ’ την ταραχή,
βλέπω ν’
ανέρχεται τεράστιο το πουκάμισο σου
και να καλύπτει
όλο το χώρο με φεγγοβολή
γλυκιά, κι από
ψηλά, με λεπτό άρωμα, να ευωδιάζει.
Καρδιά των
καρδιών, που θα ’λεγε κι ο Νικηφόρος,
έφηβε ωραίε,
λαμπρέ, του ελληνικού φωτός,
που τους
ενόχλησες πολύ να κουβαλάς τους λαβωμένους
κι άπονα σε
σκοτώσαν οι φασίστες.
Κι ακόμα
λίγους στίχους προφητικούς γραμμένους το Νοέμβρη του 1983 απ’ το Μανώλη
Αναγνωστάκη.-
Φοβάμαι
. . .
τους ανθρώπους που εφτά χρόνια
έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι
και μια ωραία πρωία –μεσούντος κάποιου Ιουλίου–
βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας
«Δώστε τη χούντα στο λαό».
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που με καταλερωμένη τη φωλιά
πασχίζουν τώρα να βρουν λεκέδες στη δική σου.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που σου 'κλειναν την πόρτα
μην τυχόν και τους δώσεις κουπόνια
και τώρα τους βλέπεις στο Πολυτεχνείο
να καταθέτουν γαρίφαλα και να δακρύζουν.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που γέμιζαν τις ταβέρνες
και τα 'σπαζαν στα μπουζούκια
κάθε βράδυ
και τώρα τα ξανασπάζουν
όταν τους πιάνει το μεράκι της Φαραντούρη
και έχουν και «απόψεις».
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που άλλαζαν πεζοδρόμιο όταν σε συναντούσαν
και τώρα σε λοιδορούν
γιατί, λέει, δεν βαδίζεις στον ίσιο δρόμο.
Φοβάμαι, φοβάμαι πολλούς ανθρώπους.
Φέτος φοβήθηκα ακόμα περισσότερο.
τους ανθρώπους που εφτά χρόνια
έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι
και μια ωραία πρωία –μεσούντος κάποιου Ιουλίου–
βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας
«Δώστε τη χούντα στο λαό».
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που με καταλερωμένη τη φωλιά
πασχίζουν τώρα να βρουν λεκέδες στη δική σου.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που σου 'κλειναν την πόρτα
μην τυχόν και τους δώσεις κουπόνια
και τώρα τους βλέπεις στο Πολυτεχνείο
να καταθέτουν γαρίφαλα και να δακρύζουν.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που γέμιζαν τις ταβέρνες
και τα 'σπαζαν στα μπουζούκια
κάθε βράδυ
και τώρα τα ξανασπάζουν
όταν τους πιάνει το μεράκι της Φαραντούρη
και έχουν και «απόψεις».
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που άλλαζαν πεζοδρόμιο όταν σε συναντούσαν
και τώρα σε λοιδορούν
γιατί, λέει, δεν βαδίζεις στον ίσιο δρόμο.
Φοβάμαι, φοβάμαι πολλούς ανθρώπους.
Φέτος φοβήθηκα ακόμα περισσότερο.
Και τέλος μια επιφυλλίδα
του Αλέξη Σεβαστάκη το Νοέμβρη του 1998 για το ξέφτισμα μέσα απ’ την επετειολογία
και την παραχάραξη του μηνύματος του Νοέμβρη, που τότε η οπτική του με κάλυπτε
και σήμερα ακόμη περισσότερο !!!
Επέτειος...
ΔΕΝ
γιορτάζω, δεν πορεύομαι, δεν αφισοκολλώ, δεν σηκώνω λάβαρα, δεν στοιχίζομαι,
δεν υμνολογώ, δεν χειροκροτώ, δεν καταθέτω στέφανο ανθέων, δεν ακούω ήχους
εξεγερτικούς, δεν παραμυθολογώ, δεν συγκινούμαι, δεν δακρυρροώ, δεν ψάλλω
εμβατήρια, δεν θέλω γερμένους αγωνιστές και πεφυσιωμένους πρωταγωνιστές.
Αποστρέφομαι τις επετειακές μνήμες,
φρικιώ με τη λέξη μνημόσυνο, αγκρίζομαι με την ιδέα μνημείο και καταχώνω τη
μνημοσύνη σε ανεύρετο μνήμα ασημάδευτου τόπου και άιχνης εποχής. Ερχομαι από
ξηρασία αμμοθύελλας, έρχομαι από ανάβροχη περιοχή, από σιχαμερό φιδότοπο, όπου
κουλουριάζονται αλληλοτρωγόμενοι όφεις της Βίβλου, του μύθου και της νύχτας.
Ερχομαι από πεθαμένες ευαισθησίες, κατάκοιτες στην έκταση λιμνάζοντος οχετού,
έρχομαι από τον κοπρώνα κτηνών, ζαρωμένων ιδεών, απόβλητων ακαθάρτων εκκρίσεων.
Ερχομαι κρυφά, νυχοπατώντας, σήμερα,
ανήμερα της γιορτής Πολυτεχνείου, να απαλείψω με το φλόγιστρο της παράνομης
καρδιάς μου την ημερομηνία λήξης από το κονσερβοκούτι της βάρβαρης επανάληψης,
να προγκίσω τα σμήνη ορνέων που λαιμαργούν επί του ιερού πτώματος, έρχομαι να
βάλω φωτιά στα μνημεία και να σκάψω βαθύ μνήμα, να εναποθέσω την μνημοσύνη,
καλά προφυλαγμένη από εμπόρους, κτηματεμπόρους, χρηματεμπόρους, μεταπράτες,
αργυραμοιβούς, ιδιοκτήτες, εξαργυρωτές, καταθέτες και τοκογλύφους.
Ερχομαι από το άλλο Πολυτεχνείο, που
δεν έρχεται, έτσι καθώς έχει γίνει σοφό. Και λυπημένο...